-
1 περιτρόχαλος
περιτρόχ-ᾰλος, ον,A = περίτροχος : neut. pl. as Adv., περιτρόχαλα κείρεσθαι to have one's hair clipped round about, Hdt.3.8, Plu.2.261f; κουρὰ π. Phot. s.v. σκάφιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτρόχαλος
-
2 περίτροχος
περίτροχ-ος, ονA circular, of a star in a horse's forehead,π. ἠΰτε μήνη Il.23.455
; of the sun or moon, A.R.3.1229, Tryph.518 ; of a hat, Call.Fr. 124 ; of a round lake,π. ὕδασι λίμνη D.P.987
.II neut.pl.as Adv., = περιτρόχαλα, περίτροχα κείρεσθαι Agath.1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίτροχος
См. также в других словарях:
περιτρόχαλος — ον, ΜΑ φρ. α) «περιτρόχαλος κουρά» κούρεμα τών μαλλιών γύρω γύρω στο κάτω μέρος τους β) «περιτρόχαλα κείρεσθαι» το να κόβει κανείς τα μαλλιά του γύρω γύρω στο κάτω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροχος + επίθημα αλος (πρβλ. γνάφ αλος)] … Dictionary of Greek